χεροβολιάζω

χεροβολιάζω
Ν
βλ. χειροβολιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χεροβολιάζω — χεροβόλιασα, σχηματίζω χερόβολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειροβολιάζω — και χεροβολιάζω Ν [χειρόβολο] 1. πιάνω με το χέρι 2. κάνω χειρόβολα, δέσμες από στάχια …   Dictionary of Greek

  • φουχτώνω — φούχτωσα, φουχτώθηκα, φουχτωμένος, και χουφτώνω χούφτωσα, χουφτώθηκα, χουφτωμένος, μτβ., αρπάζω κάτι με τη φούχτα, με την παλάμη, χεροβολιάζω: Φούχτωσε το σακουλάκι κι έφυγε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”